- κενάρι
- τοπαρυφή υφάσματος, κράσπεδο ενδύματος και ιδίως κεντητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kenar].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
chenar — CHENÁR, chenare, s.n. Margine (lucrată, desenată, sculptată etc.) pe care o are de jur împrejur un obiect şi care de obicei serveşte ca ornament. Chenarul covorului, al diplomei, al ferestrei. Din tc. kenar. Trimis de valeriu, 22.11.2008. Sursa:… … Dicționar Român
παρυφή — η 1. στενή λωρίδα στις δυο πλευρές του υφάσματος, αλλιώς ούγια, γύρος, κενάρι. 2. άκρο, όριο, σύνορο τόπου: Στις παρυφές του χωριού συναντήσαμε ένα τσομπανόπουλο με το κοπάδι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)